-
1 σαπούνι
το мыло;αρωματικό σαπούνι — туалетное мыло
-
2 σαπούνι
[сапуни] ουσ. о. мыло,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σαπούνι
-
3 σαπούνι
[сапуни] ουσ ο мыло. -
4 σαπούνι
savon -
5 σαπούνι
mydło (n) rzecz. -
6 σαπούνι
mýdlo -
7 σαπούνι
soapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σαπούνι
-
8 Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις
Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις– Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις– Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις– Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι• Черного кобеля не отмоешь добелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις
-
9 Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις
Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις– Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις– Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις– Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι• Черного кобеля не отмоешь добелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις
-
10 Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι
Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις– Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις– Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις– Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι• Черного кобеля не отмоешь добелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι
-
11 Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς
Сколько арапа не мой – белее не станет, только мыло зря переведешь• Горбатого могила исправитИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς
-
12 savon
σαπούνι -
13 mýdlo
σαπούνι -
14 soap
σαπούνι -
15 mydło
σαπούνι -
16 мыло
-а α., πλθ. -а σαπούνι•хозяйственное (простое) мыло σαπούνι κοινό•
туалетное мыло αρωματικό σαπούνι, μοσχοσάπουνο•
кусок -а ή брусковое мыло πλάκα (καλούπι) σαπούνι•
мыло для бритья σαπούνι ξυρίσματος.
|| αφρός, σαπουμάδα. || αφρός από τον ιδρώτα (για άλογα). -
17 мыло
мыл||ос1. τό σαπούνι, ὁ σάπων:туалетное \мыло τό μοσχοσάπουνο, ὁ ἀρωμα-τώδης σάπων хозяйственное \мыло σαποῦνι τῆς πλύσης· брусок (кусок) \мылоа μιά πλάκα σαπούνι·2. (пена) ὁ ἀφρός:лошадь вся в \мылое τό ἄλογο βγάζει ἀφρούς. -
18 Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις
Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις– Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις– Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις– Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι• Черного кобеля не отмоешь добелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις
-
19 мыло
мыло с το σαπούνι* туалетное \мыло το μοσχοσάπουνο* * *сτο σαπούνιтуале́тное мы́ло — το μοσχοσάπουνο
-
20 измылить
ρ.σ.μ. ξοδεύω για πλύσιμο•кусок мыла ξοδεύω για πλύσιμο ένα σαπούνι.
ξοδεύομαι στο πλύσιμο (για σαπούνι).
См. также в других словарях:
σαπούνι — το ιού, πλυντική ουσία: Έπλυνε με σαπούνι τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
σάπινδος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες τής τάξης σαπινδώδη, τής οποίας θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος, και τού οποίου οι καρποί περιέχουν έως και 37% σαπωνίνες και σχηματίζουν άφθονο αφρό στο νερό,… … Dictionary of Greek
σαπουνέ — ο, η, το, Ν άκλ. (ιδιωμ.) όμοιος με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. έ, που απαντά σε λ. που προέρχονται από τη Γαλλική (πρβλ. μασκ έ)] … Dictionary of Greek
σαπουνίζω — και σαπωνίζω Ν [σαπούνι / σάπων] πλένω, καθαρίζω με σαπούνι … Dictionary of Greek
σαπουνόλουτρο — και σαπωνόλουτρο, το, Ν λουτρό με νερό και σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι / σάπων + λουτρό] … Dictionary of Greek
σαπωναρία — (saponaria). Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σαπουνόχορτο. Φυτρώνει και στην Ελλάδα σε ακαλλιέργητες δροσερές περιοχές. Φτάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι πόα πολυετής με βλαστό ισχυρό, όρθιο, οζώδη και… … Dictionary of Greek
άσμηκτος — ἄσμηκτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. αλίσμηκτος)] … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek